- ἰσομερεῖς
- ἰσομερήςequally dividedmasc/fem acc plἰσομερήςequally dividedmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
αλανίνη — Οργανική χημική ένωση (αμινοξύ των πρωτεϊνών). Είναι σώμα στερεό, με υπόγλυκη γεύση, αποσυντίθεται στους 295°C και κρυσταλλώνεται κατά το μονοκλινές ή ρομβικό σύστημα. Βρίσκεται σε φυσική κατάσταση, σε δύο ισομερείς μορφές: την α α. (ενεργός ή… … Dictionary of Greek
ελατηρίνη — Οργανική ένωση του τύπου C20H28O5, που ανήκει στους γλυκοζίτες. Λαμβάνεται από τους καρπούς του φυτού πικραγγουριά και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική ως καθαρτικό και στη θεραπεία της υδροπικίας. Παρουσιάζεται σε δύο ισομερείς μορφές, την… … Dictionary of Greek
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
κρεσυλικός — ή, ό φρ. χημ. «κρεσυλικό οξύ» μίγμα αποτελούμενο από τις τρεις ισομερείς κρεσόλες και από μικρές ποσότητες φαινόλης και ξυλενολών που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στη χημική βιομηχανία … Dictionary of Greek
κρεσόλη — Ονομασία που αποδίδεται σε τρεις ισομερείς μεθυλο φαινόλες, οι οποίες λαμβάνονται κατά την απόσταξη της λιθανθρακόπισσας ή του ξύλου διαφόρων φυτών. Οι τρεις κ. είναι δύσκολο να διαχωριστούν μεταξύ τους, επειδή τα σημεία ζέσεώς τους είναι πολύ… … Dictionary of Greek
λακτάμες — Οργανικές ενώσεις που συγκροτούνται από εσωτερικά κυκλικά αμίδια και έχουν δομή ανάλογη προς τις λακτόνες. Οι λ. σχηματίζονται όταν απομακρυνθεί ένα μόριο νερού μεταξύ του καρβοξυλίου και της αμινικής ομάδας των γ και δ αμινοξέων, με επακόλουθο… … Dictionary of Greek
νιτροξυλόλιο — το χημ. αζωτούχα οργανική ένωση, νιτροπαράγωγο τού ξυλολίου, γνωστή και ως διμεθυλονιτροβενζόλιο, που απαντά σε τρεις ισομερείς μορφές … Dictionary of Greek
νιτροφαινόλη — η χημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων οργανικών ενώσεων, νιτροπαραγώγων τής φαινόλης, που απαντούν υπό τρεις ισομερείς μορφές και χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία χρωμάτων, στη φωτογραφική κ.α. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nitrophenol <… … Dictionary of Greek